λοξοδρομία

λοξοδρομία
Εκτροπή από την ευθεία πορεία· μεταφορικά, έχει την έννοια της παρεκτροπής. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από τους ναυτικούς και πρόκειται για την τεθλασμένη γραμμή πορείας των ιστιοφόρων, αλλά και για την πλεύση κατά τον μέγιστο κύκλο της υδρογείου, όπου το σκάφος καταλήγει στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε την πορεία του. Λοξοδρομική πλεύση ονομάζεται η πλεύση κατά την οποία η πυξίδα δείχνει σταθερά πάντοτε την ίδια πορεία. Λοξοδρομικός πίνακας είναι ένας πίνακας μεγάλης χρησιμότητας για τα ιστιοφόρα, που τα βοηθά στον καθορισμό του στίγματος με αναμέτρηση.
* * *
και -ιά, η
1. το να προχωρεί κάποιος λοξά, το να εξέρχεται από τον ευθύ δρόμο
2. το να λέει κάποιος κάτι με περιστροφές
3. ναυτ. α) πλεύση κατά την οποία η καρίνα τού πλοίου τέμνει όλους τους μεσημβρινούς τής Γης κατά την ίδια γωνία και η οποία παριστάνεται στους ναυτικούς χάρτες με καμπύλη γραμμή
β) η κατά τεθλασμένη γραμμή πλεύση ενός σκάφους, συνήθως ιστιοφόρου, αντίθετα με την φορά τού ανέμου, η πλαγιοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρομῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λοξοδρομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λοξοδρομία ή αυτός που γίνεται κατά τη λοξοδρομία 2. φρ. α) «λοξοδρομική απόσταση» το μήκος τού τόξου λοξοδρομίας εκφρασμένο σε ναυτικά μίλια β) «λοξοδρομική πλεύση» η πλεύση κατά την οποία η πυξίδα… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • έκκλιση — η (AM ἔκκλισις) ηθική εκτροπή, παραστράτημα νεοελλ. απόκλιση («έκκλιση στύλου») αρχ. 1. λοξοδρομία, απόκλιση από τη συνηθισμένη πορεία 2. εξάρθρωση, εκτοπισμός 3. κλίση, τάση, ροπή 4. άρνηση, αποφυγή …   Dictionary of Greek

  • απόγυρος — ο κ. απογύρι, το κ. γυριά, η [γύρος] Ι. 1. γύρος, βόλτα 2. γυριστός δρόμος, λοξοδρομία 3. συζήτηση με υπαινιγμούς και περιστροφές («κάνεις γύρους κι απόγυρους για να μπεις στο θέμα») II. επίρρ. απόγυρα 1. όχι κατευθείαν 2. έμμεσα …   Dictionary of Greek

  • λοξοδρομώ — έω και άω 1. προχωρώ λοξά εκτρεπόμενος από την ευθεία 2. παραστρατώ, παίρνω τον κακό δρόμο 3. ναυτ. πλέω κατά λοξοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque] …   Dictionary of Greek

  • λοξοδρόμηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξοδρομώ, λοξοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”